Τζάμπα + δωρεάν = τζαμπαντάν. Οι πιο λαϊκοι τύποι ίσως θεωρούν ότι η πρόσθεση της κατάληξης -αν (η οποία κάτι τους θυμίζει, κάτι τους θυμίζει) κάνει τη λέξη ελαφρώς πιο επίσημη, πράγμα το οποίο είναι μάλλον λάθος. Οι εκπρόσωποι δε της γλωσσικής ελίτ ίσως θεωρούν ότι το τζαμπαντάν αποτελεί την δημοτική εκδοχή της λέξης δωρεάν. Ίσως πάλι, απλά να είναι ένα λογοπαίγνιο. Το σίγουρο είναι ότι όταν δεν δίνεις φράγκα, και τα τρία παίζουν.

- Πόσο θα μου τ' αφήσεις αυτό;
- Αυτό είναι δωρεάν κύριε.
- Τι δωρεάν, δηλαδή, τζάμπα;
- Μάλιστα κύριε.
- Τζαμπαντάν. Εντελώς. Ωραίο πράμα. Θα πάρω τρία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
athens as it really is

με την προσθήκη της λέξης ρίζας τζάμπα προ του τζαμπαντάν σημαίνεται ο μάταιος κόπος, η ματαιοπονία, η αίσθηση του κρίμα

πχ

- Α ρε πούστη ακυρώθηκε η συναυλία και κατεβήκαμε στην Αθήνα τζάμπα-τζαμπαντάν

#2
Hank

Φίλε Άψογε, το «νταν» συνήθως λειτουργεί ως επιτατικό, βλ. γεια χαρά νταν. Έχει γνωμοδοτήσει το Πονηρόσκυλο σχετικά, αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο λήμμα.

#3
Hank

Το μερακλαντάν ήτο.