Προσωπικά είδη. Μάλλον γυναικεία. Μπορεί να περιλαμβάνουν και είδη προικός και νεωτερισμών π.χ. κεντημένες μαξιλαροθήκες. Very useful. Λέξη που ουσιαστικά έχει διασωθεί χάρη στους στιχουργούς του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Απαντάται και ως τσαμασίρια, χωρίς π.

  1. Βαρέθηκα-βαρέθηκα, Στίχοι-Μουσική: Τάκη Μουσαφίρη

Μα θα πάρω τα τσαμπασίρια μου
θα πάω κάπου αλλού,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του.

  1. Το ντιβάνι, Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Β.Τσιτσάνης

Αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό κυρά μου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

< τουρκ. çamaşır = ασπρόρουχα, σεντόνια, ρούχα για μπουγάδα.