Η στραβή σε σχέση, το ξενοπήδημα, το τσουτσούνισμα. Συνώνυμο: τζιριτζάντζουλα. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, ενίοτε και μαζί ώστε να δωθεί έμφαση. Συνοδεύονται από περιπαικτικό ύφος.

Δεν τά 'χουμε μια βδομάδα κι άρχισε τις τιριτόμπες και τις τζιριτζάντζουλες, πουκακοχρονονάχει.

(από joe909, 01/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Στίχος Διονύση Σαββόπουλου στους Αχαρνείς του Αριστοφάνους. Οι Αχαρνείς λένε στον Δικαιόπολι, που δεν παραδίδεται:

«Πολλές τσιριτσάντζουλες κάνεις,
προτού παραδοθείς,
την καμπούρα του Θανάτου και του Χάρου την μουτσούνα,
κι ό,τι γουστάρεις,
μα μην αργοπορείς!».

Άσχετο, μα μ' έπιασε μια συγκίνηση μ' αυτή τη λέξη...

#2
electron

από εδώ, ήλθα εδώ, για να πω ότι τιριτόμπα νομίζω ότι λένε το εξής αυτοσχέδιο γλυκό:
σαντουϊτς μέσα σε δύο πτι μπερ ένα λουκούμι ακαθορίστου γεύσεως

#3
PUNKELISD

Έτος: 1934
Το μεγάλο σουξέ του Josef Schmidt από την γερμανική ταινία Ανοιξιάτικα τραγούδια

Μέσ' της Νάπολης σαν βγαίνω τα σοκάκια
βλέπω κάτι κοριτσάκια
που 'χουν μαύρα μάτια, κόκκινα χειλάκια
και τραγούδια λέν γλυκά

Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
το φιλί σου είναι ζάχαρι γλυκό
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
είσαι μούρλια θηλυκό

Γιά την κάθε μαυρομάτα σινιορίνα
την παμπόνηρη τσαχπίνα
βγαίνουν νέοι με κιθάρες, μαντολίνα
και τραγούδια λεν γλυκά

Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
το φιλί σου είναι ζάχαρι γλυκό
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
είσαι μούρλια θηλυκό

κοπύδι από σχόλιο του/της iwn στις 30/10/10 στο λήμμα τιριτόμπας.