Σε αντίθεση με την έκφραση μαλλιά κουβάρια (πχ. «αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια») που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μπερδεγουαίυ κατάσταση, τα μαλλιοκούβαρα είναι άλλου παππά ευαγγέλιο. Είναι τεχνικός όρος του μηχανοκίνητου αθλητισμού που σημαίνει πάω με τσίτα γκάζια, ξεχνάω τι σημαίνει φρένο, έχω μία φόρα εν πάσει περιπτώσει που αν δε με δεις νά 'ρχομαι από πίσω θα περάσω από πάνω σου.

Κι εκεί που πάω εγώ χαλαρά και δεξιά στην παραλιακή βλέπω στο καθρεφτάκι ένα Evo τουμπανιασμένο να 'ρχεται μαλλιοκούβαρα. Κατεβάζω, τουρμπίζει και της δίνω και είμαστε τώρα και κυνηγιόμαστε μέχρι τον Πράπα μέχρι που σκάει από την Αχιλλέως μπατσικό και λέω την κάτσαμε τη βάρκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Desperado

Σωστός ο ορισμός αλλά έχω μια αντίρηση για το μηχανοκίνητο. Θεωρώ ότι η λέξη χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει κίνηση με κάποιο μέσο με ανεξέλεγκτη ταχύτητα. Μια επιφύλαξη για το αν η έκφραση ξεκίνησε από τα μηχανοκίνητα αλλά και στη θάλασσα την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε.

#2
acg

Και στη θαλασσα για μηχανοκινητα δε μιλας παλι; Φουσκωτα, τζετ σκι και τα λοιπα; Εκτος αν πας μαλλιοκουβαρα με κουπι ή υπτιο, οποτε γιατρε μου να σ' εχουμε στα υποψη για το Λονδινο το 2012;)

#3
Desperado

και τα μηχανοκίνητα παίζουν acg αλλά εμείς είμεθα του Old Adrenalin School: Wind Power! Μπορεί να μη χτυπάμε τα μηχανοκίνητα στη μπουνάτσα αλλά στο λέσι, μην τον είδατε τον Παναή (όταν οι μηχανάτζες κρύβονται!)