Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

και κάτι άλλο: επιθυμώ πάρα πολύ κάποιον, είμαι τρελά καωούρης: «λιώνω για την Στέλλα».

#2
GATZMAN

Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι

#3
Galadriel

«Γλείψε με γιατί λιώνω».

#4
vikar

Με τη σημασία του Κάνινγκ, η σύνταξη είναι λιώνω σε (κάτι) (καμιά φορά συντάσσεται και με από), ενώ με την σημασία της ιρονίκ, λιώνω για (κάποιον). Ίσως να αξίζει τον δικό της ορισμό η δεύτερη σημασία, έ ιρονίκ;... :-Ρ

#5
iron

ωχ, σε δουλειά με βάζεις... έχω περίπου 50 λήμματα στο πρόχειρο... αν δεν βαριέσαι σου το χαρίζω, αν βαριέσαι μένει στα Θα.