Συνώνυμο με το αρχίδια καλαβρέζικα.

Σημαίνει: τρίχες, αηδίες.

Καπλαμάς = λεπτό φύλλο ξύλου επενδύσεως, διακοσμητικό.

Κι από γυναίκα, κι από δουλειά, αρχίδια καπλαμά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

λέμε και 'αρχίδια καπαμά'

#2
poniroskylo

Ορισμένοι από μας λένε χρόνια τώρα μόνο «αρχίδια καπαμά». Τον καπλαμά πρώτη φορά εδώ τον είδα.

#3
jesus

υφίστανται κ οι 2 εκδοχές απ'όσο ξέρω, τις οποίες κ χρησιμοποιώ αδιακρίτως

#4
poniroskylo

OK, υπάρχει. Αλλά έχω ιδέα ότι κάποιος κάποτε παράκουσε τα αρχίδια καπαμά και τάκανε καπλαμά. Που έχει κι αυτό την πλάκα του, δε λέω, αλλά κοίτα να δεις ... για τον μεν καπαμά, λίγο πολύ ξέρουμε πώς γίνεται ... κρεμμύδι τσιγαρισμένο, λίγο σκόρδο, ντοματούλα σίγουρα ... κάποιοι βάζουν και κανέλα και λίγη ζάχαρη ... κι έτσι. Αλλά πώς, ρε πστ, τα κάνεις τ' αρχίδια καπλαμά; ... αυτό να μου το εξηγήσει κάποιος να του πω μπράβο ... Θενκ γιου.

#5
jesus

θα ρωτήσω το μπαμπά που είναι ξυλουργός κ θα σου πω;)

#6
GATZMAN

Καπλαμάς=Η κάπα του Λάμα