σκάρτος, σκαρτάρω:

  1. Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.

  2. Λειψός.

  3. Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.

  1. Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.

  2. Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.

  3. Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Από το Ιταλικό ρήμα scartare=πετάω, απορρίπτω και το scarto=υπόλειμμα, σκουπίδι

#2
electron

και ξεσκαρτάρω, ξεσκαρταρισμα.