σκάρτος, σκαρτάρω:
Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.
Λειψός.
Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.
Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.
Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.
Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.
2 σχόλια
poniroskylo
Από το Ιταλικό ρήμα scartare=πετάω, απορρίπτω και το scarto=υπόλειμμα, σκουπίδι
electron
και ξεσκαρτάρω, ξεσκαρταρισμα.