Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.

ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.

Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.

«Γιατι εσυ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πεί ροκ εντ ρόλ...» Σιδηρόπουλος (1985) (από vikar, 08/07/11)

Δες και τζαζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Ναι, βέβαια όταν βλέπω "ροκ" αντί για "rock", αυτά τα τρία μίζερα ελληνικά γραμματάκια μου θυμίζουν ακουστικές κιθάρες και κλαψομουνιές των κατσιμηχέσω... Καμία σχέση με το rock της προκοπής δηλαδή...

#2
vikar

Είσαι τόσο οπτικός τύπος έ; Μπινιά...

Εμένα πάλι που μου θυμίζει Σημίτη;... Και μάλιστα με την προφορά του;!...

#3
patsis

Λέμε και «σκηνές ροκ». Κάπου λέει ο Χριστόφορος Κάσδαγλης στο «Απολύομαι και τρελαίνομαι» (αντιγράφω από μνήμης): στο πρώτο επισκεπτήριο, γκόμενες αγκάλιαζαν τους φαιοντυμένους συντρόφους τους, πατεράδες χαμογελούσαν συγκινημένοι, μικρότερα αδέρφια τρέχανε πέρα-δώθε, μανάδες κλαίγανε ή βγάζανε τάπερ με φαγητά, οπότε συναντούσαν εκρήξεις θυμού από τους γιους τους. Σκηνές ροκ.

#4
patsis

Όπα vikar, γράφαμε μαζί.

#5
MXΣ

  1. Αγωνία για ηλεκτροσόκ. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου.
#6
HODJAS

Τιν-τιν-τιτι-τιν