Βλέπω (στα καλιαρντά). Συνώνυμα είναι τα κουέλω και κέλω.
Επίσης:
δικελτό, το = μάτι
δικελτού, η = ματιά
ντικ! = χρησιμοποιείται ως προστακτική του δικέλω (= κοίτα!)
- ... και μου αβέλει μια κουραβέλτα... Δίκελα το Γκοντότεκνο σολντό!
(= ...και μου έριξε ένα γαμήσι... Είδα τον Χριστό φαντάρο!)
1 σχόλιο
deinosavros
Ενα Κυπριακό ετυμολογικό Λεξικό που έχω ανάγει το κυπραίϊκο δικλώ = κοιτάζω στο λατινικό vigilare = αγρυπνώ, προσέχω (από κει βεβαίως και η βίγλα). Δίνει ως ουσιαστικό το δίκλημαν = κοίταγμα.
Επειδή δεν τόχω με τη συγκεκριμένη διάλεκτο, κάνας άλλος ;