Λέξη χωρίς νόημα που υποδηλώνει ακαταστασία, μπάχαλο, μπέρδεμα, κλπ.

- Πήγα να πληρώσω στην εφορία και με είχανε 50 λεπτά και περίμενα για ένα κωλόχαρτο, τέτοια γκαντεμιά δεν είχε ξαναγίνει. Το κτίριο ήταν άδειο, ήμουν μονο εγώ εκεί μέσα, και πάλι δεν μπορέσανε να εξυπηρετήσουν. - Καλά τώρα, σουμουντρούκουλου...

Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Εγώ το ξέρω σουμπουρδούκουλου.

#2
vikar

Το οποίο σουμουντρούκουλου, μου θυμίζει την φανταστική πόλη Σομαντράκισαλ, απο το παλιό και αγαπημένο «Στόρμ», της Στάρ Κόμιξ. Κι' απ' ότι θυμάμαι, το Σομαντράκισαλ αποδείχτηκε μπόλικο μπέρδεμα για τον πολύ Στόρμ (τεύχος τρία, «Το ανάκτορο του θανάτου», αν δεν κάνω λάθος).

#3
vikar

Τεύχος δύο λοιπόν, ιδού.