Χρησιμοποιείται για εξωφρενικές ή ανυπόφορες καταστάσεις (και άτομα). Το κάστανο δίνει μεγαλύτερη έμφαση.

- Πω, ρε πούστη, το σημερινό πρόγραμμα δεν την παλεύει κάστανο. Γράφουμε δύο διαγωνίσματα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.

Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω,
δεν την παλεύω
αντιπαλευόν, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
euripidisk

Δεν την παλεύω κάστανο λέμε κατά τους χειμερινούς μήνες.
Κατά άνοιξη-καλοκαίρι δεν την παλεύω φράουλα που είναι και της εποχής...