Το καίριο ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς εννοούσε ο δημιουργός όταν έλεγε 'μπουγαδοκόφινο'.

Κυριολεκτούσε; Αν ναι, πρόκειται για μια από τις πλέον γκάου εκφράσεις που έχουμε διαθέσιμες. Ένα καλάθι με τα ρούχα που έπλυνε μια θείτσα γίνεται βρισιά. Προχωρημένο. Υπερρεαλισμός και δη φευγάτος. Αλλα η έκφραση δεν είναι χυδαία.

Ή μήπως το μπουγαδοκόφινο είναι μεταφορά για ένα μέρος της ανατομίας της θείας; Αν ναι, η έκφραση είναι συγγενής με το 'της θείας σου ο κώλος'. Αλλά, είναι και χυδαιότερη. Διότι ο κώλος της - και πλακαπλάκα μπορεί να είναι και το μουνί της - είτε εχει ένα άλφα μέγεθος από χέρι είτε έχει ξεχειλώσει και ωσεκτουτού συγκρίνεται με το μπουγαδοκόφινο το οποίο είναι και ανοιχτό στο έμπα του και σχετικά βαθύ.

Η έκφραση δηλώνει αγανάκτηση, ειδικά με κάτι επαναλαμβανόμενα εκνευριστικό. Χρηισμοποιείται επίσης για να βάλει τέλος σε μια κουβέντα όταν κάποιος πάει να κάνει τον έξυπνο.

Ο τόνος στη λέξη 'θειάς' είναι ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα.

  1. - Της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε μαλάκα ... κορνάρεις και κορνάρεις ... νά 'ρθω εκεί να σου βάλω τη κόρνα εκεί που δεν θ' ακούγεται ...

  2. - Ναι, ναι εντάξει ... της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε νιάνιαρο που θα μας κάνεις και τον έξυπνο ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Επίσης καταπληκτικό είναι και το της θείας σου το πιάτο.

#2
xalikoutis

στη θεσ/νίκη άκουσα και το κορυφαίο «της θειας σου το χαλβαδοκούτι»!

#3
poniroskylo

Γαμάτο, χαλ. Δεν το ήξερα αλλά το νιώθω.

#4
xalikoutis

προς ένστολους μπορεί να διασκευαστεί ως

της θειας σου το ΜΠΑ.ΓΟΥ.ΔΟ.κόφινο

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Λέγανε και «της θειας σου η ντιβανοκασέλα». Επίσης, όλα αυτά παίζουν και με τη γιαγιά. Επιπλέον, και υπαινικτικότερα: «της θειας σου» / «της γιαγιάς σου» άνευ ετέρου προσδιορισμού (π.χ.: Γεια σας! -Της γιαγιάς σας! Και καλά χιουμοράκι.)
Αντίθετα, αν πρόκειται για τη μάνα ή τη μαμά, δεν έχει μπουγαδοκόφινα και υπεκφυγές. Ή μουνί, ή κώλος, ή τίποτα.
«Της μάνας σου το μουνί» είναι μάλλον το αρχικό μοντέλο απ' όπου ξεπήδησαν όλα αυτά. Ήδη από μόνο του είναι πολύ προχώ: της μάνας μου το μουνί τι πράμα; (Δεν υπονοείται «γαμώ», γιατί τότε δε θα λέγαμε «ο κώλος» αλλά «τον κώλο».)
Ωστόσο, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε μπουγαδοκόφινα και χαλβαδοκούτια, και της θειας σου ο κώλος νέτος - σκέτος είναι κορυφαία βρισιά, με μεγάλη δόση σουρεαλιστικού χιούμορ που ίσως, λόγω συνήθειας, δεν πολυπροσέχουμε.

#6
jesus

συμμερίζομαι την άποψή σου για τον εγγενή σουρεαλισμό της νεοελληνικής καθομιλουμένης, ο οποίος, δυστυχώς, λόγω συνήθειας περνάει απαρατήρητος.

προσπαθούσα να εξηγήσω σε έναν γάλλο την φράση τρώω σούπα ή τρώω χύμα κ το γεγονός ότι στην ελλάδα τρώγονται πολλά πράγματα όπως ένας μαλάκας κ το γεγονός ότι όλος ο κόσμος λέει τέτοιες ατάκες χωρίς να αντιλαμβάνεται το σουρεαλιστικό υπόβαθρο, κ είχε μείνει μάλλον μαλάκας με τη δομή των εκφράσεων.

(παρατήρηση: το μουνί είναι ίδιο στην ονομαστική κ την αιτιατική, οπότε το παράλογο φαίνεται περισσότερο με τον κώλο)

#7
Ο ΑΛΛΟΣ

Υπάρχει και η γαλλική βρισιά λάιτ et ta soeur = και η αδερφή σου (ή και την αδερφή σου), συντακτικώς εξίσου ξεκρέμαστη.

#8
Hank

Άλλε, είναι όντως εντυπωσιακό ότι με τις θείες είμαστε γαλαντόμοι και με υπονοούμενα ενώ με τις μανάδες πιο ωμοί!

#9
Ο ΑΛΛΟΣ

Ε, μάνα είναι μόνο μία!

#10
xalikoutis

πρέπει να παραδεχτώ ότι οι Βόρρειοελλαδίτες έχουν μεγάλη ευχέρεια στις παραλλαγές αυτής της φράσης... εχτές ΚΤΕΛατζής είπε το εξής

της πεθεράς σου το βατραχοπέδιλο

#11
jesus

@ άλλος:
είχα βρεθεί μεθυσμένος σε μιαν επισερί ενός αιγύπτιου για να αγοράσω μπύρες μαζί με έναν σουρεαλιστή φίλο μου κ όταν είδα μια φωτό του νάσσερ αρχίσαμε αντ νώζηαμ τον εξής διάλογο:
- Nasseur; Ta soeur!
- Ma soeur; Na soeur!
- Ma soeur; Ta soeur! etc

#12
patsis

@jesus: Αυτά είναι ρε, χαχαχα!

#13
Xakos

Επίσης στον τόπο μου λέμε και «της θείας σου το μπουγαδοσκάφιδο»

#15
dryhammer

Το μπουγαδοκόφινο ήταν ένα πλεκτό φαρδύ κοφίνι στο οποίο μέσα έβαζαν μπουγάδα τα χρόνια εκείνα ιδίως για τα άσπρα ρούχα. Έβαζαν κάτω - κάτω πανιά, τα ρούχα που ήταν για πλύσιμο, άλλα πανιά, την αλισίβα (στάχτη αλκαλική από συγκεκριμένα ξύλα) διάφορα μυρωδικά φυτά (που όμως δεν θα έβγαζαν χρώμα), κι άλλα πανιά από πάνω και μετά έριχναν κουβάδες ζεματιστό νερό, που θα διέλυε την αλισίβα. Αυτό το αλκαλικό διάλυμα, πότιζε τα ρούχα, σαπωνοποιούσε τούς λιπαρούς λεκέδες και τελικά τους διέλυε και τους παρέσυρε. Μετά άνοιγαν τη μπουγάδα κι άρχιζαν τα ξεβγάλματα με κρύο καθαρό νερό για να φύγουν τα αλκαλικά υπολλείματα και τά σαπωνοποιημλενα λίπη και τέλος (ούφ!!) άπλωμα. Δεν ήταν απλά το κοφίνι που μαζεύαν τα άπλυτα. Πρέπει κατι να έχω παραλείψει, αλλά η μάνα μου πού έκανε μπουγάδα στα νιάτα της, είναι 87 χρονώ και σχεδόν κουφη και το σκέφτομαι δυό και τρείς φορές πρίν τη ρωτήσω κάτι που πρέπει και να μου το περιγράψει...