1. Ως μεταβατικό: αφήνω κάποιον ξεκρέμαστο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε.
  2. Ως αμετάβατο: βρίσκω χρόνο να κάνω κάτι, προλαβαίνω, ευκαιρώ. Επίσης, κατουράω, ξαλαφρώνω.
  1. - Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
    - Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!

  2. - Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
    - Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.

  3. - Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
    - Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Άλλη μία βασική ανάρτηση απο Κάνινγκα.