Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.

  1. - Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
    - Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
    - Ωχ! Και τι έκανες;
    - Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!

  2. - Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
    - Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
    - Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία