Σύνθετη λέξη από το ψιλό και το κοκό, που είναι κάτι το ουσιώδες. Το ψιλικοκό έχει εφαρμογή σε διάφορα πεδία, αλλά εκτιμώ ότι πήρε πόντους με την ιστορία του Χρηματιστηρίου, όπου χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να χαρακτηρίσει τη μαρίδα.

Κατ' επέκταση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ό,τι το μικρό και άνευ ουσιαστικής σημασίας, είτε πρόκειται για έμψυχα (βλ. παράδειγμα 1), είτε για άψυχα (βλ. παράδειγμα 2).

1
- Και μετά και μετά, για λέγε βρε Πίτσα μου, τι έγινε; Το κάνατε, το κάνατε;
- Τι να σας πω βρε κορίτσια... Με το που κατέβασε το σλιπάκι κρατήθηκα να μη γελάσω. Αυτός μου το 'παιζε P.h.D. και τελικά ήταν ψιλικοκό. Άστα να παν...

2
... και πάνω στο στριμωξίδι και στον πανικό του κάνω ώπα το λάχανο και λέω μάγκα μου πάμε να την κάνουμε Λούης, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Κατεβαίνω και τι να δω... το φτωχομπινέ που μου 'θελε και τσάντα Γκούτσι, ψιλικοκό μέσα μόνο, 20 ευρώπουλα. Γι 'αυτό σου λέω, χάλασε το επάγγελμα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jorje26

«Ψιλικοκό» αν δεν απατώμαι ήταν και το όνομα εταιρείας που έβγαζε διάφορα σκατουλάκια, π.χ. χαρτάκια, βιοχλαπάτσες, μπουγελόφατσες, εξωγήινους κτλ, και διένειμε κυρίως σε περίπτερα και ψιλικατζίδικα. Κατά περιόδους τάραζε τα πορτοφόλια παππούδων και γιαγιάδων...