Πέραν των σχετικών λημμάτων που προέρχονται από το χώρο της αυτοκίνησης (χτυπάω κόκκινα - μπιέλα - στρόφαλο) και αυτού από το χώρο του σεξ (χτυπάω γκόμενα), το ρήμα χτυπάω χρησιμοποιείται και για άλλα θέματα, ήτοι:

α. Αγοράζω κάτι
β. Τρώω κάτι (ανεξάρτητα αν το αγόρασα ή όχι)

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι δεν παίζει πουθενά στη συνηρημένη του μορφή, άγνωστο γιατί.

  1. - Τι έκανες το Σάββατο το πρωί τελικά, πήγες για καφέ;
    - Μπα, είχα κάτι ψώνια να κάνω και τέλειωσα αργά.
    - Χτύπησες τίποτα καλό;
    - Χτύπησα ένα ζευγάρι Τίμπερλαντ γιατί τα προηγούμενα είχαν γίνει εντελώς λιώμα. Δεκαπέντε χρόνια παπούτσι και χάλασε ρε γαμώτο...

  2. - Πάμε σ' ένα καινούριο γαλλικό κα-τα-πλη-κτι-κό που άνοιξε προχθές κι έχει μία εξαιρετική κάβα;
    - Δεν πάμε να χτυπήσουμε κάνα πατσά λέω γω να λαδώσει τ' αντεράκι μας, γιατί αυτή η γαλλική κουζίνα παραείναι εκλεπτυσμένη και πρέπει να φας 12 πιάτα για να ψυχοπιαστείς...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Μπορεί και να πίνω κάτι, π.χ. «χτυπάω ένα σφηνάκι». Υπάρχει βέβαια και η έκφραση «χτυπάω ένεση» (όχι απαραίτητα για ναρκωτικά). Γενικά θα ήταν μεθοδολογικά καλύτερο αν μπορούσε να εντοπιστεί ο κοινός παρανομαστής σε όλα αυτά, μια έννοια δηλαδή που πλησιάζει το «παίρνω».
Παρεμπιπτόντως, η χρήση αυτή φαίνεται να είναι αρκετά παλιά. Στο μυθιστόρημα «Λεονής» π.χ. του Γ. Θεοτοκά : «Ο μέγας Βερλαίν, κουρελής και στουπί στο μεθύσι, να χτυπά τάληρα από τους φοιτητές».

#2
vikar

Ο ορισμός που κρύβεται εδώ είναι το χτυπάω ως απολεξικοποιημένο, που μας έλεγε ο Άλλος.