Ξοδεύω το χρόνο μου άσκοπα από δω κι από κει, αφήνοντας στην άκρη τις υποχρεώσεις μου, αντίστοιχο του κωλοβαράω.

- Σωτήρη πήγες στον τάδε πελάτη ;
- ....Όχι...
- Μαλάκα, πάλι πούτσιζες από το πρωί;!;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

επίσης το πουτσίζω χρησιμοποιείται κατ'αντιστοιχία του αγγλοαμερικάνικου «cock» (το ρήμα όχι το ουσιαστικό) που σημαίνει «καρφώνω», «γαμάω σκληρά», «πηδάω μανιωδώς», κ.ο.κ. (cock), για παράδειγμα:
- Θα πουτσίσω τη Μαρία σήμερα, έχουμε να το κάνουμε 10 μέρες και έχω τρελή όρεξη