Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

επίσης: ενστικτώδεις αντιδράσεις σε ερεθίσματα όπως σκύλος (ούστ), γκόμενα (μανάρι μου νσσκισω), γυναίκα οδηγός προπορευόμενου οχήματος (κάνε στην άκρη μωρή)κλπ