Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους (μονοσύλλαβο).

Το επίθημα υπάρχει βέβαια ανεξάρτητα από την αργκό στα ελληνικά, στις αργκό χρήσεις του όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικό, και χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά ή μάγκικα, ή και για να εξελληνίσει αδόκιμους ξενικούς τύπους.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Βλ. επίσης γαμοσλανγκοτέτοια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Τα εθνικά: αμερικανιά, αμερικλανιά, κινεζιά, αγγλιά.

Επίσης: χαριτωμενιά.

#2
jesus

κ χουϊτιά, από το χου, αν κ δε νομίζω να λέγεται κ πολύ.

#3
vikar

Σωστός ο Χάνκ. Αυτό που μ' αρέσει ιδιαίτερα στο χαριτωμενιά, είναι που είναι παράδειγμα του γενικότερου φαινομένου με το επίθημα -ιά στην αργκό, να σχηματίζεις ουσιαστικό απο παθητική μετοχή (απο -μένος, σε -μενιά). Σε τυπικά ελληνικά δέν παίζει και πολύ αυτό, με το ίδιο ή άλλο επίθημα, αν όχι και καθόλου (να με διαψεύσει πλίζ κανείς;...).

Την παρατήρηση αυτή την έχω κάνει εδώ και κάποιο καιρό, προσπαθώντας να μεταφράσω ανάλογους όρους απο τα αγγλικά στα ελληνικά --στα αγγλικά ως γνωστόν ο σχηματισμός απο -ed σε -edness (connectedness, closedness) χρησιμοποιείται χωρίς κανένα πρόβλημα σε τυπικό ύφος.

#4
Khan

Η πετυχημένη χαριτωμενιά λέγεται και πετυχημενιά.

#5
vikar

Για να κλείσω ο ίδιος το μεταφραστικό μόουντ που είχα ανοίξει επάνω, σε τυπικά ελληνικά (απ' όσο μπορώ να σκεφτώ) δέν παίζει τέτοιο επίθημα, οπότε η καλύτερη επιλογή είναι και η στάνταρ, δηλαδή να ουσιαστικοποιείς απλά τη μετοχή, παίρνοντας έτσι ουδέτερο όνομα: το πεπερασμένο του συνόλου (< πεπερασμένο σύνολο) και όχι ξερωγώ η *πεπερασμενότητα του συνόλου, και ανάλογα, σε τυπικά ελληνικά πάντοτε, το χαριτωμένο της καυλίτσας (< χαριτωμένη καυλίτσα), το κατεστραμμένο του αρπιτζά (< κατεστραμμένος αρπιτζάς) και λοιπά.