Κάποιος ή κάποια που στήνει συστηματικά σε ραντεβού ή σε ανειλημμένες υποχρεώσεις.

  1. Στησιματίας κι εγώ! Ευτυχώς το στήσιμό μου είναι στάνταρ του τετάρτου και όχι μισάωρου, ώρας κ.λ.π. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Αυτή εδώ είναι η στησιματίας σίστερ που υποτίθεται θα έκανε με συνέχεια τη στήλη των τηλεοπτικών;... (από διαδικτυακό φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία