Μεθυσμένος. Συνώνυμα: βλ. σχόλια στο λιάρδα

Άξαφνα το τραίνο λιγόστεψε την ταχύτητά του απ' αγάλι. Φανερόν ότι κάποια στάση ήταν... πίσω μας. (Τι; Οπισθοβατικώς πηγαίναμε;) Πράγματι, η αμαξοστοιχία εσταμάτησε. «Στάσις μόνον εξ μηνών και ημερών δώδεκα!...» (ακούστηκε ενός σιδηροδρομικού η φωνάκλα). «Οι κύριοι-κύριοι επιβάται μόλις προφταίνουν για ένα ποτήρι νερό!»...

Πήδησα χαμογελόντας με όξω. Μωρέ αυτοί –λέω– είναι στουπί. Σιδηροδρομικοί και να γίνονται κατά την υπηρεσία τους τάπα!... (Γ. Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6 1/2»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Οι γλωσσικές αποκλίσεις εδώ, του συγγραφέως.

#2
xalikoutis

Στην Κρήτη «τάπα τση μεθιάς», μεθιά = βαρέλι

#3
jesus

τι το άθλιο έχει ο ορισμός κ του έσκασες το ζερό ρε θείο;

#4
vikar

Έλα βρε τζίζα κι' εσύ τώρα... Μπορεί ο άνθρωπος να βαθμολόγησε μεθυσμένος, τί τσιμπάς με τη μία; Δέ λές καλά που δεν είναι και πανελλήνιες;

Χαλικούτης, θένξ για το σχόλιο. Ευνόητη η ετυμολογική σύνδεση, αλλα πού να την κάνω μόνος μου...