Σεξουαλική επαφή, περίπτυξη σε συνουσία.

  1. Αυτή η γκόμενα κουτουπώθηκε με αυτόν τον τύπο.

  2. Πήγαν σπίτι μαζί και κουτουπωθήκανε.

  3. Την κουτούπωσε και μετά την παράτησε/πέταξε σα στιμμένη λεμονόκουπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
dimdox87

ισωσ γραφεται « κουτουπωμα»

#2
jesus

ίσως κ συνουσία
ίσως κ ίσως;)
υπάρχει λεξικό στον μοτζίλα ρε σύντροφοι