Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία