Στα Κυπριακά σημαίνει «δολοφονώ».

Επαίξασιν τον Πολύκαρπον Γιωρκάτζηννν!

Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Υπάρχει περίπτωση να είναι από το «παίω»;

#2
ο αυτοκτονημενος

λεγεται και στην κρητη θα σου παιξω μια που συνηθος ειναι σφαιρα

#3
vikar

Ο κυρ-Σαράντ εδωπέρα συμφωνεί με Χάνκ.

#4
xalikoutis

Ακολουθεί σεντόνι με κρητικές παρατηρήσεις ειδικού σκοπού και ενδιαφέροντος:

Πάω στοίχημα ότι κάποιος Παπαμιχαηλίζων στην ελληνική επικράτεια, έχοντας (όπως θέλει ο ίδιος) διαβάσει το/α σχόλιο/α πιο πάνω για το «παίζω» στην Κρήτη, και αυθυποβαλλόμενος σχετικά με το τι άκουσε στις καλοκαιρινές του διακοπές, το έχει ήδη πετάξει το διαλεκτικό Σμαράγδι του: «ωρέ κοπέλια, επαίξανε τον Μανωλιό!».

Για να μην στρογγυλεύουμε το πράμα, το παίζω ναι μεν σημαίνει και στην Κρήτη πυροβολώ, αλλά...

Το παίζω στην Κρήτη γενικά χρησιμοποιείται όπως το χτυπώ (πλήττω, με ή χωρίς θόρυβο): παίζω μια με την κατσούνα (=χτυπάω με τη μαγκούρα), παίζω μια με το μανάρι (=χτυπάω με το τσεκούρι), λέγεται ακόμα και παίζω του ένα χτύπο (=το(ν) χτυπάω). Σημαίνει και κρούω, παίζω την καμπάνα, παίζω την κόρνα.

Πάντα δηλαδή εννοείται ένα άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική, το οποίο μπορεί να είναι σύστοιχο: παίζω μια (κατσουνιά/έ) με την κατσούνα. Αυτό το οποίο πλήττεται από το χτύπημα (έμμενο αντικείμενο) μπαίνει πάντα σε γενική. Π.χ. παίξε μια τση τηλεόρασης μήμπας και σιάξει (=ρίξε μία στην τηλεόραση μήπως και φτιάξει... νοσταλγία!) ή παίξ' του μια να πάει πέρα πέρα, δηλαδή, σπρώξ' το να φύγει από τη μέση.

Ειδική κάπως περίπτωση είναι το παίζω όταν σημαίνει πυροβολώ. Μπορεί να σταθεί και μόνο με το άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική: π.χ. παίζω μια μπαλωτέ (ή μπαλωθιά) ή απλά παίζω μια (και δυο, και τρεις...). Όταν δεν υπάρχει έμμεσο αντικείμενο, σημαίνει είτε ότι έπαιξα στον αέρα «ασκόπως», είτε ότι δεν πέτυχα το στόχο μου.

Αν υπάρχει έμμεσο αντικείμενο και είναι άψυχο, μπορεί να σταθεί και μόνο με αυτό, πάντα σε γενική, αν και είναι πολύ σπάνιο. Π.χ. επαίξανε μρε του ΟΤΕ και εκόπηκε το τηλέφωνο (δηλαδή, κάποιος πυροβόλησε το στήλο του ΟΤΕ και...). επαίξανε τον ΟΤΕ δεν παίζει.

Αν υπάρχει έμψυχο αντικείμενο (άνθρωπος, κυνήγι) μπορεί να είναι μόνο έμμεσο αντικείμενο, και μπαίνει πάντα στην γενική, αλλά σπάνια θα λεχθεί χωρίς να υπάρχει και το άμεσο αντικείμενο, έστω ελλειπτικά, σε αιτιατική, προφανώς γιατί είναι λιγότερο αυτονόητο με ποιο τρόπο μπορεί να χτυπήσανε έναν άνθρωπο. Επαίξανέ-ν-του Μανώλη μια [μπαλωτέ]. επαίξανε τον Μανώλη. Αν θέλετε να πείτε ότι χτυπήσανε κάποιον, χωρίς να πείτε το πως (δηλαδή, με την έμφαση στο θύμα, όχι στο πλήγμα), μπορείτε να πείτε ότι εβαρήκανε του Μανώλη (=τον βαρέσανε).

Άλλο είναι το παίζω κάποιον ή περιπαίζω κάποιον = κοροϊδεύω, που προφανώς είναι από το παίζω και όχι το παίω, και παίρνει αντικείμενο σε αιτιατική.

Είναι ενδιαφέρον ότι (απαρχαιωμένες, λογοτεχνικές ή πλήρως εξαφανισμένες) λέξεις με προέλευση ή συγγενείς στο παίζω (και όχι το παίω) έχουν σχέση με σκοποβολή και πυροβολισμούς: π.χ. παιγνιώτης = ο καλός σκοπευτής, το παιγνίδι = η σκοποβολή (απ' ό, τι ξέρω όμως όχι το παιγνίδι = το θήραμα όπως the game στα εγγλέζικα).

#5
σφυρίζων

Ωραίος, Χαλικού.