Το «βούλωσέ το» εν συντομία.
- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.
Το «βούλωσέ το» εν συντομία.
- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.
Δες και -ω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
iron
(αν και το προτιμώ) γιατί βούλοτο κι όχι βούλωτο;
vikar
Θά 'γραφα καλύτερα βούλω το ή βούλω' το, όπως και για άλλες αργκό προστακτικές που βγαίνουν απο ρήματα σε -ώνω: τσάκω, πλέρω, σήκω (στην μεταβατική του έννοια: «σήκω λίγο την καρέκλα ρε να περάσω το καλώδιο»)...
Μάλλον λέει ν' αλλάξει ο τίτλος.