Από το αγγλικό ban (απαγορεύω).

Σημαίνει δεν εγκρίνω, ρίχνω πόρτα, πετάω έξω κ.τ.λ.

- Με κάλεσε η Σούλα στο σπίτι των δικών της στην Εκάλη.
- Εκάλη; Και πώς θα πας; Με τις κάλτσες με τα ξεχειλωμένα λάστιχα που έχεις και το παπί; Θα σε μπανάρει ο πατέρας της!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία