Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
donmhtsos

Τὴν ἔχω ἀκούσει κι ἐγὼ παλιὰ ἀπὸ ἡλικιωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ἐτυμολογία: ἀπὸ τὸ Τουρκικὸ ahmak ἐδῶ. Ὑπάρχει καὶ τὸ Κυπριακὸ ακαμάκκης μὲ τὴν ἴδια ἔννοια ἐδῶ

#2
donmhtsos

Ὁ Παπαδιαμάντης στὴ "Φόνισσα" χρησιμοποιεῖ τὸ προσωνύμιο Καμπαναχμάκης γιὰ κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἱστορίας:

Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. ἐδῶ