1. Τσαμπουκάς, μανούρα, χειροδικία και λογομαχία.

  2. Ψυχοφθόρα και κοπιαστική κατάσταση προκαλούμενη από κατά συρροή σπασαρχίδες.

  3. (μεταφορικά) Συνουσία με πολύ μπαλαμούτι εκατέρωθεν, το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δυο πλάτες.

  1. - Τι έγινε κι είσαι έτσι ρε Αντώνη;
    - Άσε, μου 'κανε πάλι ένα μανικουλέ ο γείτονας για το πάρκινγκ, στο τέλος θα σκοτωθούμε, θα με θυμηθείς.

  2. - Τι μανικουλές κι αυτή η απογραφή ρε φίλε να πούμε, κάθε τέλος του μήνα.

  3. - Πω πω φίλε με κοιτάει κι αυτή, θα γίνει μανικουλές σου λέω, το αιστάνομαι!

Βλ. και σχετικό με το (2) λήμμα μανίκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ΠΡΩΤΕΥΣ

Αν βγαίνει από το manipulatum, τότε το λήμμα εκτός από σσσστο, θα είναι μαγικό και 20στερο!

#2
MXΣ

Mήπως από το maniculo μεσαιωνικό για χειροπέδα, αφού

#3
patsis

Η λέξη είναι 'μαλιχουλές' με χι όπως 'σου έβαλα χί' και όχι μαλικουλές... Επίσης η βασική σημασία είναι αυτή της μπερδεμένης, χαώδους κατάστασης εν γένει και τσαμπουκάς. Τσαμπουκάς είναι συνεκδοχικά ο μαλιχουλές.

Αναφορά επισκέπτη

Αγαπητέ επισκέπτα, αν το διαβάζεις αυτό, εδώ μπορείς πανεύκολα να γραφτείς και να συνεχίσεις αυτήν την συζήτηση ή να αναρτήσεις και δικό σου περιεχόμενο: λήμματα, ορισμούς, ποσταρίσματα στο φόρουμ. Μην ντρέπεσαι!

#4
xalikoutis

Για να μην πάρω το μαλιχέρι μου για το μανικουλέ - μαλιχουλέ: στην Κρήτη λέγεται μανικουλές και είμαι σίγουρος (ναι, δεν είχα βάλει τοπικό ιδιωματισμό ετικέτα γιατί είχα την εντύπωση ότι λέγεται έτσι πανελληνίως). Πιθανόν αλλού να λέγεται μαλιχουλές σύμφωνα με διαλεκτικούς φωνητικούς κανόνες και παρεπιδράσεις. Τα νοήματα επίσης από Κρήτη. Ως προς το αν η σημασία είναι γενικά χάος και συνεκδοχικά μόνο καυγάς, αυτό είναι πιθανό για το μαλιχουλέ, αλλά εγώ κατέγραψα την κύρια χρήση που έχει στην Κρήτη ο μανικουλές και που τείνει να είναι καυγάς. Δηλαδή, η τοπική μεροληψία μου vs η τοπική μεροληψία σου, αλλά γιαυτό είναι τα σχόλια, όπως λέει και ο πατσμαν, για να αίρονται οι μεροληψίες και οι άγνοιες όσο γίνεται.

#5
xalikoutis

Αναφορά από Νίκο Σαραντάκο σε ποστ για τη λέξη μελαγχολία, ότι:

Στην τουρκική γλώσσα, [η λέξη μελαγχολία] πέρασε δυο φορές από διαφορετικές οδούς: ο νεότερος όρος είναι melankoli, μέσω των γαλλικών, και ο παλαιότερος malihulya, από τα αραβικά-περσικά, με σημασία «μελαγχολία» αλλά και «επιθυμία, καπρίτσιο». Ενδιαφέρον είναι ότι στην κρητική διάλεκτο υπάρχει πολύ ζωντανή η λέξη «μαλιχουλές», ή «μαλικουλές», που σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, και είναι δάνειο από τα τουρκικά — δηλαδή αντιδάνειο.

http://left.gr/news/melagholikoi-stis-kalpes

#6
xalikoutis

μαλιχουλές, στο 1:30, 2:57