Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.

Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία