Τύπος ατημέλητος και κάργα αραχτός. Βασικά χαρμπαγιάγκαλος και ολίγον κοπριτάμπουρας.

Άλλα σχετικά λήμματα: χλέμπουρας, αλτέρνι, κοπρόσκυλο, ρεμπεσκές, φρίκουλο

- Πώς τον είδες τον καινούργιο δεσμό της ξαδερφούλας μας, Δημητράκη; - Τι να σου πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω ... μπορεί νάχει άι-κιου 175, που λέει κι αυτή, αλλά πολύ λεχάρι το άτομο, ρε γαμώτο ... πουλόβερ με τρύπιους αγκώνες και η τελευταία φορά που δούλεψε ήτανε, νομίζω, επί Γεωργίου Ράλλη ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Ένυ αϊντία γαι το πώς ετυμολογείται; συγγενεύει μήμως με το λεχρίτης;

#2
perkins

Ενδεχεται να προερχεται εκ του αρχαιου «λέχος» που θα πει το συζυγικο κρεββατι η την φωλια μτφ.
Ετσι το λεχαρι ειναι το νεογεννητο της φωλιας πτηνο που ανοιγει με βουλιμι; το αβτσσαλεο στομα του οταν το ταϊζει η μητερα τροφος του,ξερνώντας.
Επισημαινω δε τουτα διοτι στα Επτανησα λεχαρι λεγεται αυτος που τρωει πολυ και γρηγορα,που το πάει αμασητο!
Παντως μονο με την ως ανωτερω σημασια το εχω ακουσει και μόνο. Μπραβο που το ξετρυπωσες πονηροσκυλε.

#3
HODJAS

Για να δούμε και λέσι = σαρίδι, πτώμα, βρωμιά, άχρηστο φόρτωμα κτλ, λεχρίτης, λέχος-λέχα = σλαβονικό μυθικό όνομα προφ. Λεκ και πήρε να σημαίνει Πολωνοεβραίος ή Πολωνός σκέτος στα ρωσσικά (βλ. Λεκ Βαλέσα) ή Εβραίος σκέτος (βλ. «Βάρδια» Ν. Καββαδία) με υποτιμητική έννοια.

Σχετικά ονόματα:

Lech, Lec, Lek, Laike, Lais, Lake, Lash (English), Lasse (Finnish and Scandinavian), Lauge (Scandinavian), Laz, Ledge, Leks (Estonian), Les (Russian and English), Lewes (English), Lex (English and German), Lexi (English), Lexo (Slavic), Lexy, Lige (English), Lise, and Lluc (Catalan).

#4
perkins

ο Ματίας Λεκι;

#5
HODJAS

Υπ' όψη, ο λεχρίτης ο οποίος επιβιώνει ως επίθετο Λεχουρίτης ίσως παραπέμπει στην όχι άγνωστη στους Έλληνες Λαχώρη της Ινδίας (βλ. και λαχουρί ζωνάρι = παρδαλό, στην παραλογή του «Μικρού Βλαχόπουλου»).

Παίζονται πολλά ταξείδια με τις λέξεις...

#6
MXΣ

Ο Τριαντάφυλλος το δίνει από το αρχ. λέχρ(ιος) `λοξός, με εμπόδια΄

#7
HODJAS

Α! Τώρα που μου' ρθε στη ντρέλλα: λεχρός / λεχρίτης κλπ < λέχρα (αλλά και λίχρα), μήπως προέρχεται απο τη γνωστή λέρα = βρωμιά με επένθεση του χ ενδιάμεσα, ως επιταττικό όπως ξινίλα => ξινίχλα (η δίφθογγος χλ αποτροπιαστική όπως μπίχλα, χλέπα, χλαμπάτσα, ρούχλα αλλά και κλ ως εν γένει επιταττική όπως γαμίκλας, πουράκλα, ατομάκλα, σπασίκλας κλπ);
Λέω τώρα...

#8
vikar

Και ο Μπάμπης βγάζει το λεχρίτης απ' το λέχριος και πιθανολογεί τη σύνδεσή του είτε με το λοξός είτε με λέξεις του Ησύχιου («λεκροί, λικροί, οι όζοι των ελαφείων κεράτων» επιλέξει).

Τη λέχρα τη βρίσκω να παίζει αρκετά ονλάιν, αλλα στα λεξικά δέν τη βρίσκω (ούτε την έχω ακούσει). Θα υπέθετα απλά οτι βγαίνει απ' το λεχρίτης (και όχι ανάποδα), με μία εσάνς αυτού του φαινομένου.

#9
HODJAS

Καααλά, ο Μπάμπης είναι γνωστός γλωσσαμύντωρ...

#10
jesus

η βουλευτίς πετράκη-λεχράκη;

τέρε-τέρε-τέρε τέεεεεν

#11
allivegp

Eπίσης: Λεχ Πόζναν, Βασίλης Λέκκας, λεκ το νόμισμα της Αλβανίας.
Λεχρίτης το εντομάκι που κόβει βόλτες γύρω από την κάνουλα του βαρελιού, όπως λένε και στο Σύλλογο Λεχριτών Θεσ/νίκης.