O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).
- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.
5 σχόλια
allivegp
Η μαντάμ Σουσού χρησιμοποιούσε το ουσιαστικό «η μαχμουρλίασις», π.χ.
-Μπα, ακόμη να μας περάσει η πρωινή μαχμουρλίασις, Παναγιωτάκη;
dimitrios
Έχω ακούσει και το «μαχμουρλούκια».
- Μην μου μιλάς γιατί τώρα ξύπνησα και έχω μαχμουρλίκια.
vikar
Ναί, σαφώς. Προσωπικά το ακούω με κατάληξη -ίκι, το μαχμουρλίκι.
(Καλά, κρέψ, η φωτό είναι θανατερή.)
Xenos
Πολύ ωραία λέξη, που δυστυχώς φθίνει η χρήση της. Δείχνει τη νεφελώδη κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όπου η εξωτερική πραγματικότητα δεν μας έχει απορροφήσει.
Μου αρέσει και το θηλυκό μαχμουρλού.
dryhammer
Ρε μαχμουρλού μου έμορφη
σ΄αρέσει το κρεβάτι
Για να ξυπνήσεις το πρωί
σ΄αδειάζω το κανάτι