O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Η μαντάμ Σουσού χρησιμοποιούσε το ουσιαστικό «η μαχμουρλίασις», π.χ.
-Μπα, ακόμη να μας περάσει η πρωινή μαχμουρλίασις, Παναγιωτάκη;

#2
dimitrios

Έχω ακούσει και το «μαχμουρλούκια».
- Μην μου μιλάς γιατί τώρα ξύπνησα και έχω μαχμουρλίκια.

#3
vikar

Ναί, σαφώς. Προσωπικά το ακούω με κατάληξη -ίκι, το μαχμουρλίκι.

(Καλά, κρέψ, η φωτό είναι θανατερή.)

#4
Xenos

Πολύ ωραία λέξη, που δυστυχώς φθίνει η χρήση της. Δείχνει τη νεφελώδη κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όπου η εξωτερική πραγματικότητα δεν μας έχει απορροφήσει.
Μου αρέσει και το θηλυκό μαχμουρλού.

#5
dryhammer

Ρε μαχμουρλού μου έμορφη
σ΄αρέσει το κρεβάτι
Για να ξυπνήσεις το πρωί
σ΄αδειάζω το κανάτι