Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
acg

Απο που βγαινει αρχηγε;

#2
fikioris

Αμιγώς ιπποδρομιακός όρος, ο οποίος εχρησιμοποιείτο κατα κόρον στα τέλη της δεκαετίας του '70 και είχε ως σκοπό την εκούσια παραπληροφόρηση των παικτών, άλλως των αλογομούρηδων.

#3
poniroskylo

Ίσως με αρχική προέλευση από το Ιταλικό sotto = κάτω, υπό.

#4
poniroskylo

Υπήρχε και αυτό: σώτα. Δεν το είδαμε.