Τον πούλο, φύγε, παράτα με, χέσε με, ξεκόλλα.

Πιθανόν προέρχεται από το «κουβαλιέμαι κάπου», αντίθ. «ξεκουβαλιέμαι», προστακτική «ξεκουβάλα», μέσα από γενικό γραμματικό ξεχαρβάλωμα.

- Λοιπόν, σ' ευχαριστώ πολύ για το 20ευρω, αλλά άντε μαλάκα, ξεκουβάλα τώρα, θα σκάσει από στιγμή σε στιγμή....
- Να μην την δω ρε μαλάκα εγώ;
- Όχι να μην την δεις, θα στη δείξω άλλη φορά, άντε, άντε τομπούλογλου...
- Καλά ρε δικέ μου, πρόσεχε μη χάσεις τον αυθορμητισμό σου... αν χρειαστείς βοήθεια θα 'μαι από πάνω....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
electron

υπέροχο

#2
johnblack

και με ενεργητική διάθεση: ξεκουβάλησα τη γκόμενα γιατί τη βαρέθηκα

#3
dryhammer

Στα χιώτικα υπάρχει και το ξε(γ)κυλίσου με την ίδια σημασία από το ρήμα ξεγκυλιζομαι ή ξεγκυλιέμαι = φεύγω από κάπου (μάλλον κακήν-κακώς).
Ακόμα «να ξεκουβαλάμε σιγά -σιγά»