Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.
Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!
Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.
Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
4 σχόλια
iron
και το ρήμα είναι νταουνιάζω, εννοείται από το είμαι down
poniroskylo
Και υπάρχει ήδη το λήμμα νταουνιασμένος.
provato
σόρη! :-))
poniroskylo
Έλα ρε, τώρα ... νέμα προμπλέμα.