Σημαίνει ότι καταφέρνω και τη γνωρίζω με τη βιβλική έννοια. Να σημειωθεί ότι όλη η σχετική ορολογία (βγάζω γκόμενα [ξετρυπώνω], χτυπάω γκόμενα) έχει κυνηγετική προέλευση. Δλδ. και το «ρίχνω» θεωρώ ότι δεν σημαίνει «ρίχνω στο κρεβάτι», αλλά τη ρίχνω σα μπεκάτσα. Τη σήμερον ημέρα ο πιο εύκολος τρόπος να ρίξεις γκόμενα είναι να περιμένεις στην πάνω έξοδο κυλιόμενης σκάλας που ανεβαίνει και μόλις δεις κάποια με τακούνι να μιλά αφηρημένη με φίλη της ή στο κινητό κρατώντας και ψώνια απλώνεις το πόδι και της βάζεις τρικλοποδιά. Θα πέσει, σίγουρα πράματα.

- Τη βλέπεις αυτή στη σκάλα, δεν υπάρχει έτσι;
- Νάρα... κλασική περίπτωσις που κοιτάζει το υπερπέραν, μην τυχόν και συναντήσει κανά λιγουροβλέμμα....
- Εμ τι λέμε, αυτές τις ρίχνεις εύκολα...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Spek multimedia!