Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

- Συγγνώμη νεαρέ, αλλά περίμενα πριν από εσένα για πάρκιγκ. Κάνε πίσω σε παρακαλώ τώρα.
- Τι είπες μωρή καρακαλτάκα, εγώ δεν σε είδα πουθενά.
- Θα φωνάξω την αστυνομία!
- Φώναξε όποιον θες, εγώ θα παρκάρω!

(από Khan, 14/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Desperado

Ομοίως με το «σπεκ» μου κάνει εντύπωση που το συγκεκριμένο δεν είχε καταχώρηση, καθώς ήταν πολύ της μοδός σε πανελλήνια εμβέλεια την εποχή των Μήτσων.

Εύγε Kreps, και μια παρατήρηση μόνο: Καλό θα ήταν η εισαγωγή Slang links στα λήμματα (για τα καράπουστας κλπ.)

#2
poniroskylo

Η λέξη καλτάκα προέρεχεται απευθείας από τα Τούρκικα. Kaltak στα Τούρκικα σημαίνει πουτάνα, παλιογύναικο, αναντάν μπαμπαντάν. Kaltak επίσης στα Τούρκικα σημαίνει και σέλλα - τα συμπεράσματα προφανή.

Εντάξει, ο Λαζόπουλος μπορεί να την μοστράρισε τη λέξη πρώτος στην τηλεόραση αλλά και παλαιότερα σε ορισμένους κύκλους - πολλά δε λέμε - η χρήση της ήταν ευρεία.