Κωλοτρίβομαι, σαχλαμαρίζω που θά 'λεγαν οι παλιοί, κουνιέμαι, τρίβομαι στη γκλίτσα του τσοπάνη. Δίνω το πράσινο φως στο άλλο φύλο με νάζια και κολπάκια.

Σημαίνει όμως και γουτσίζω και λέγεται και για ζευγάρι που το παρακάνει στην εκδήλωση τρυφερότητας του ενός προς τον άλλον.

  1. - Χθες ήρθε η Σάσα στο σπίτι και με το που είδε τον αδελφό μου άρχισε να πιπιλιέται μαζί του μπροστά στη μάνα μας.
    - Κι αυτός;
    - Άλλο που δεν ήθελε ο μαλάκας. Και τελικά, τ' άκουσα για λογαριασμό του. Τι φίλες είναι αυτές που έχω, και τέτοια. Σιγά μην έλεγε τίποτα η μάνα στον γιόκα της...

  2. Πήγαμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τον Σάκη και την Άννα και μας έσπασαν τ' αρχίδια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα βήμα και κάθε τόσο τους είχαμε να πιπιλιούνται σε κάποια γωνιά. Δεν ευχαριστήθηκα τίποτα.

βλ. και μην τρίβεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, κωλοτρίβομαι, θυμίζω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

:-Ω