Και κωλοφεράτζα . Λήμμα με 2 ορισμούς, ρισπέκια στο συνάδελφο λημματοδότη kala_krasia που το ανέβασε.

  1. Κωλοφεράντζα, γνωστή στον κάγκουρα και ως γκαζόφρενα. Οδηγούμε με μεγάλη ταχύτητα πίσω από προπορευόμενο όχημα, κρατώντας την απόσταση μερικά εκατοστά, (για να χεστεί ο μπροστινός) και όσο κι αν αυξήσει ταχύτητα εμείς διατηρούμε την απόσταση αυτή. Επιτυγχάνεται με το δέξι πόδι στο γκάζι και το αριστερό ακουμπισμένο στο φρένο, ωστε να μειώσουμε το χρόνο αντίστασης αν ο μπροστινός φρενάρει. (ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΚΑΓΚΟΥΡΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΤΕ)

  2. Όταν πάμε κάποιον γαμιώντας, τον τρέχουμε, τον σκίζουμε, του λιώνουμε το κορμί, του γαμάμε τα πρέκια, τον έχουμε στενό μαρκάρισμα, και για παρατετμένο χρονικό διάστημα, λέμε οτι τον πηγαίνουμε κωλοφεράντζα.

(Μεταξύ καγκουριών)

- Βγήκα με το GTI εχθές το βράδι στην Πεντέλη και μου τυχαίνει ένας φλούφλης με ένα Audi TT, και τον πλακώνω σε κάτι γκαζόφρενα δικε μου... χέστηκε πάνω του.
- Πολλή ώρα;
- Τον πήγαινα κωλοφεράντζα για 4 χιλιόμετρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Βρουμ, βρουμ, κλανει το slang-o-meter!