Ο απατεώνας, που δεν ξηγιέται καλά. Βλέπε και αρχίδι.

- Ώστε ο Τάκης σου έφαγε λεφτά ε; Δεν περίμενα ότι θα σου κάνει τέτοια πουστιά!
- Καλά, έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου, έχει να φάει πολλές μπουνιές το σκουλήκι!

Βλ. και σχετικό λήμμα ξηγιέμαι σκουληκιάρικα - στον πληθυντικό (σκουλήκια, τα) έχει διαφορετική χρήση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Ο αστυνόμος Θεοχάρης στο Καλημέρα Ζωή, η O Σεφερλής ώς αστυνόμος Θεοχάρης:
-Σκουλήκι.....