Ως ουσιαστικό, κατά κανόνα αρσενικό, «ο σκοτώνω» σημαίνει τον τύπο, που είναι ο απίστευτα γαμάουας, γαμάω και δέρνω, σκοτώνω και δεν πληρώνω. Ή που θεωρεί τον εαυτό του ως τέτοιο (βλ. γαμαωδέρνουλας).
Συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου ο Χάρρυ Κλυνν με την ατάκα του ήρωά του, λαϊκού τραγουδιστή Διγενή Αντύπα. (βλ. παράδειγμα).
-Λίγο είναι, εκεί πού 'σουν με τον κάθε φίτσουλα/χλιμίτζουρα, ξαφνικά να σου τύχει ο σκοτώνω;
0 σχόλια