Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.

- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.

Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Προσοχή στους πρέσβεις! Το βλέπουν «καυλός»!

#2
mariahomorfi

υπαρχουν και ταλλα ομως
-ισα μωρη κουλη[σε πιο γκεη στυλ]
-τι κουλα ειναι αυτα χρυσο μου;

#3
iron

καλιαρντό δεν είναι αυτό στο βάθος-βάθος;

#4
poniroskylo

Ασφαλώς και είναι καλιαρντό. Ο Πετρόπουλος γράφει:

κουλό, το· σκατό, ίσως από το γνωστό κουλές (τούρκικα kule=πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί (βλ. λήμμα) της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός).

Δες και το λήμμα κουλό.

Αλλά οι ετυμολογίες που προτείνει δεν είναι σωστές. Το κουλό προέρχεται από το τσιγγάνικό khul (=σκατό), και στα καλιαρντά, βασικά, κουλό σκατό σημαίνει.

Σε ένα κείμενο του με τίτλο Η αυτοκριτική είναι απαραίτητη που υπάρχει στην β' έκδοση των Καλιαρντών του '83, ο Πετρόπουλος αναφέρει ότι είχε επίγνωση των επιρροών της τσιγγάνικης γλώσσας στα καλιαρντά και αντιμετώπιζε τα τσιγγάνικα με δέος αλλά από ένα σημείο μετά αποφάσισε ότι δεν θα προλάβει να τα μάθει και τα άφησε.

#5
Khan

Πολύ ενδιαφέρον! Αναρωτιέμαι μήπως υπάρχει περίπτωση η τσιγκάνικη λέξη για το σκατό να έχει απώτερη λατινογενή προέλευση, όπως και η ιταλική, γαλλική κ.ο.κ.;

Πολύ ενδιαφέρων πάντως ο συσχετισμός των καλιαρντών με τα τσιγκάνικα.