(Εισ-)πνευστό όργανο, όπως και το κλαρίνο, το τρομπόνι, το πουλόφωνο και η φυσαρμόνικα. Παραπέμπει σε πιο τζαζ, ή μάλλον γαμοτζάζ καταστάσεις. Το επανέφερε στην μόδα ο Μπιλ Πλύντον, για τον οποίο καθιερώθηκε και το σύνθημα «Κλίντον, φασίστα σαξοφωνίστα», πριν το γυρίσει στην φυσαρμόνικα.

(Από το τραγούδι του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά «Αμερικάνα όμορφη»)

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε