Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μπεναρόγιας

Απορώ πως διέφυγε της προσοχής μας. Ευρέως γνωστό ως «το γελαστό». Καλώς ήλθες Κρέψ!

#2
Vrastaman

Να σε βλέπουμε πιο συχνά φίλε Κρεπσ!

#3
GATZMAN

Νάτος. Καλώστον. Αντε να δούμε και τον xaxac τωρα.
Μετά το γελαστό παιδί του Θοδωράκη και το γελαστό απόγευμα (ταινία με τον Κούρκουλο), να και το γελαστό τσιγάρο.

Μοιάζει με ινδιάνικο όνομα
Πώς λέμε «βουλωμένο κιούγκι», «όρθιο τσιμπούκι»

#4
iron

είναι η χάχα που ξέρω εγώ