Λέξη ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. pappardelle, πληθ., τύπος ζυμαρικού ] που περιγράφει τα κούφια λόγια, την φλυαρία και τις ανοησίες.

Στα νεοελληνικά πιθανότατα η πιο κοντινή έκφραση είναι οι αρχιδιές ή παπαριές.

- Ρε, ο γείτονας στη Χαλκιδική είναι μεγάλο λαμόγιο. Μόλις πήρα γραμμή ότι παίρνει νερό από εμάς και τού ζήτησα εξηγήσεις, άρχισε να μού πετάει κάτι άκυρες παπαρδέλες. Είσαι που είσαι πονηρός, τουλάχιστον να φανείς άνδρας και να ζητήσεις συγγνώμη, γαμώτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Έχει αντίθετη άποψη ο Μπαμπινιώτης:

Πιθανόν παρεφθαρμένος τύπος του μτγν πεπραδίλη «πορδή» (με ανομοίωση και αντιμετάθεση συμφώνων) εκ του «πέρδομαι», πρβλ Παρακείμενο «πέπορδα».

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Ε όχι ρε Μπάμπη ρε αγόρι μου! Με κάτι άλλα που 'λεγες και σου την πέφταν όλοι ότι πας να τα βγάλεις όλα ελληνικά, εγώ θυμάσαι πώς σου στάθηκα, πώς σε υποστήριξα, σαν αδερφός. Αλλά τώρα το παρατράβηξες. Όχι τίποτ' άλλο, με εκθέτεις κι εμένα, εγώ τώρα τι να πω στα παιδιά;

#3
jesus

στη (λαχα)ναγορά, στο (πα)λαύριο...