Το slangically correct λόγιο ισοδύναμο της μαλακίας. Η «παλινδρόμηση» είναι μεσαιωνική λέξη (η αντίστοιχη αρχαία είναι «παλινδρομία») που σημαίνει την κίνηση εναλλάξ προς τα εμπρός και τα πίσω, όπως λ.χ. όταν φτιάχνουμε φραπέ. Είναι, λοιπόν, ευνόητος ο λόγος για τον οποίο η εν λόγω λέξη προσφέρεται για μια εντέχνως λόγια απόδοση του «μαλακία», είτε για λόγους σαβουάρ-βίβρ, είτε για εμπειρίκεια αρχαιοκαυλία, είτε απλά για χαβαλέ. Το πλήρες είναι «ενδοπαλαμική (πεο)παλινδρόμηση». Υπάρχει και ομώνυμο μουσικό συγκρότημα. Παραλλαγή είναι η έμπους παλινδρόμηση.

(Από διήγημα με επιδράσεις Εμπειρίκου):
Και τότε εισήλθε η κορασίς και τον παλινδρόμησε, ατενίζοντας υποδορίως προς τα έτερα ανάκλιντρα.

Ενδοπαλαμικοί παλινδρομιστές εν δράσει! (από Hank, 03/02/09)Το ένα περιστροφικές, το άλλο παλινδρομικές (από Hank, 03/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Vrastaman

Το ένα χέρι στο τιμόνι
Το άλλο μες' το παντελόνι
Το ένα κάνει περιστροφικές
Και το άλλο παλινδρομικές!

#2
Hank

Μια Μπαμπινιωτοειδής παρατήρηση: Το σωστό δεν είναι «παλινδρομιστές», εφόσον δεν υπάρχει ρήμα «παλινδρομίζω», αλλά «παλινδρομούντες» ή «παλίνδρομοι», αν και το τελευταίο πρέπει να αναφέρεται μάλλον στο πέος, κι όχι στην κίνηση που εκτελεί χειρ τις ή πους τις.

#3
Hank

Καραλώλ το ποίημα, Βράστα, παραπέμπει σε φάσεις «Νυχτοκάματο του Τρόμου», βλ. 2ο μύδι.

#4
Hank

ΥΓ. Προφανώς μου είχε διαφύγει το λήμμα ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής. Επιβεβαιώνεται το «ουδέν καινόν υπό το σλανγκ τζη αρ».