Λέξη προερχόμενη από τα τουρκικά [τουρκ. barbut, τυχερό παίγνιο, με ζάρια], που πέρασε στα νέα ελληνικά για να περιγράψει το τζόγο με ζάρια.

Συχνότατα το άθλημα ανθεί την Πρωτοχρονιά, ενώ συναντάται και στο αρσενικό, «ο μπαρμπούτης». Παραχθέν ουσιαστικό η μπαρμπουτιέρα, δηλ. το τραπέζι στο οποίο γίνονται οι ριξιές.

- Πού είναι ρε ο Κώστας;
- Πέρασε τη νύχτα στο αυτόφωρο. Η Αστυνομία έκανε ντου στου Κώστα και μπαγλάρωσε όλους όσους έπαιζαν μπαρμπούτι. Άστα να πάνε φιλαράκι...

(από Galadriel, 16/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Κ πως παιζεται το μπαρμπουτι ωρε;Καμια οδηγια για μας τους φιλοδοξους τζογαδορους δε περ'σσευει;

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

@Μες: Η φωτογραφία του Έσερ είναι;

#3
ΝΤΙΝΟΣ

Εξάρες, 6-5, πεντάρες, τριάρες = κερδίζουν.
Ντόρτια, διπλές, (χ)ασόδυο, άσοι = χάνουν.
Οι ενδιάμεσοι συνδυασμοί = ξαναρίχνουν.
Βλ. το παλιό τραγούδι: «Για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι'άλλους οι εξάρες...»
Τα γνωστά «σπάσ'τα μπρος σου και ξαναρίχτα» ή «5 μπρος και 10 πίσω», κλπ. που'λεγε κι ο Σωτήρης ο Μπέλος, είναι μέρος μιας ολόκληρης μπαρμπουτολαλιάς που θ'απαιτούσε ξεχωριστό λήμμα.