Το λήμμα μπαρούφες οδηγεί στο λήμμα μπαρούφα (για το οποίο έχει καταχωριστεί άλλος ένας ορισμός).

  1. Λόγος ανόητος, ψευδής, ή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, παπαριά καμαρωτή, μπούρδα (ισπαν. burda, χοντροκομμένη, αδέξιο ψέμα). Μπουρδολόγος

  2. αρσ. (μπαρούφας, ο) Κοινωνικός (και βάλε) πότης, θαμώνας μπαρ.

  1. - Μας τάραξε στη μπαρούφα ο τύπος...

  2. - Μην αρχίσετε με τους μπάφους τώρα ρε, αφού είχαμε πει να βγούμε...
    - Θα βγούμε μωρή μπαρούφα, άραξε..

Βλ. και αρλούμπες αλλά και παρλαπίπας, μπούμπζας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

και παπαρδέλα και παρλαπίπα

#2
Επισκέπτης

επίσης παπαριές Γιωργίτσα μου και μπου(α)ρμπούτσαλα......

#3
Hank

Ιταλιστί baruffa, ίσως έχει σχέση με το γερμανικό berufen= αποκαλώ, ονομάζω

#4
krepsinis

...και όλο μού λες μπουρμπούτσαλα, κι αρχίδια καπαμά...όπως έλεγε και ο Κλύνν!

#5
Hank

Ο Χάρρυ το λεγε λογοκριμένο «αντίδια».