Σκωπτικός όρος δικής μου εμπνεύσεως, που συνδυάζει δυο συναισθηματικά φορτισμένα συνθετικά: μπακούρι + μεσήλικας. Δηλαδή έναν τύπο/-ισσα που έφτασε στο μέσον του βίου του –και άρα του μένουν να ζήσει λιγότερα χρόνια απ' όσα έζησε ως τώρα– και παραμένει άγαμος, όχι από τόσο από επιλογή, αλλά μάλλον εξ ανάγκης (λ.χ. αφραγκία, τσιγκουνιά, τεμπελιά, δυστροπία, απογοήτευση κ.λπ.).
— Ποιον λες ότι συνάντησα τις προάλλες τυχαία;
— Ποιον;
— Τον Αλέκο από τη σχολή... Εκείνον τον μποέμ γυναικοκατακτητή που τα πίναμε συχνά-πυκνά.
— Άντε, ρε! Τι γίνεται αυτή η ψυχή; Υποθέτω πως θα 'ναι πλέον παντρεμένος με παιδιά.
— Πού τέτοια τύχη το άτομο! Μπακουρομεσήλικας ολκής είναι... Μες στην μιζέρια και την πίκρα... Πάνε οι παλιές οι δόξες!
2 σχόλια
Galadriel
Ωραίος. Σχετικός επιθετικός προσδιορισμός: γεροντοπαλίκαρο / γεροντοκόρη. Απαραίτητη προϋπόθεση για τους χαρακτηρισμούς είναι, να μένουν με την μάνα τους (ακόμα) ή με άλλα ανύπανδρα μέλη της οικογένειας - αλλιώς είναι απλα εργένηδες.
GATZMAN
Κια μετά προάγεται σε μπακουρουπερήλικα