Από το «βρώμα» και «δρόμος», «δρομέας». Περιθωριακός τύπος που περιφέρεται γενικώς στους δρόμους και έχει κακή σχέση με το μπάνιο. Κλοσάρ φάση, άμα περάσεις από δίπλα του βρωμάει και ζέχνει.

Ασίστ: Jonas.

Μπήκαμε στο γκέτο και υπήρχαν καμιά δεκαριά βρωμείς στα πρώτα εκατό μέτρα. Ήταν ο αγώνας 100 μέτρων για βρωμείς! Δεν ήξερες ποιος έβγανε μεγαλύτερη βρώμα!

βρομεας ελληνοφρενεια (από polemarxos90, 21/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
pavleas

Κλαστήρειον άγος!