Ο άστοχος ποδοσφαιριστής .Αυτός που βαράει λες και φοράει τσαρούχια. Ο χασογκόλης.

Ρε τον τσαρούχα! Αυτό το σουτ δεν είναι ούτε για τοπικό, έφυγε η μπάλα εκτός γηπέδου.

Τσαρούχι θρύλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ανδρικοί όρχεις. Το λέμε χαϊδευτικά για να αποφύγουμε την χυδαία λέξη κυρίως μπροστά σε γυναίκες. Η λέξη ίσως προέρχεται από τη λέξει μπομπολόνι που είναι ο λουκουμάς.

Σιγά ρε αγάπη μου. Τελικά μας έκλασε τα μπομπολίνια το αφεντικό στη δουλειά!

Συνώνυμο: τομπολίνια, βλέπε και τρομπολίνια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ χοντρή γκόμενα!Συνήθως έτσι αποκαλούνται απο τους θηρευτές οι οποίοι έχουν το συγκεκριμένο φετίχ να έρχονται σε ερωτική επαφή με υπέρβαρες γυναίκες.

Θα βγώ με κάτι σώβρακα σήμερα όλο τρέλα.Και ξέρεις ε οι χοντρές είναι έτοιμες για όλα ανα πάσα στιγμή!

Ορισμός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο θρυλικός ρόλος του Καφετζόπουλου στο σίριαλ 'Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή'.Συνήθως απο τότε ακάλυπτος είναι συνώνυμο του λαμόγιο!

Μεγάλο λαμόγιο ο φίλος...Ούτε ο Καφετζόπουλος στο σίριαλ τέτοιο πράγμα..

ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κραγμένη αδερφή. Η πουστάρα.

Δε τον βλέπεις πως κουνιέται; Πισωκούνα είναι ο κύριος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δήδεν η αλλιώς το ποζεριλίκι. Κόβουμε το ντα από τη λεζάντα και βγαίνει η λέζα.

Όλα για τη λέζα τη σήμερον ημέρα. Μηδέν ουσία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που θέλει να χαρακτηρίσει την κακασχημιά ενός ανθρώπου-ζώου-πράγματος.

Πώς είναι έτσι αυτός ρε σα γαμώ τη μάνα του είναι...

Γενικότερο σχήμα λόγου. Άλλα παραδείγματα: "σαν το μουνί της αδερφής μου/σου/του", της μάνας, "σα γαμώ το κέρατό μου/σου/του" ή ό,τι εμπνευστεί ο καθένας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη βλάχικη που χαρακτηρίζει κάποιον που επιδεικνύεται, που επιδιώκει δημοσιότητα, που κάνει λεζάντα, που αυτοπροβάλλεται. Συνήθως την ακούμε στα ορεινά μέρη των Τρικάλων και πιο σπάνια στην υπόλοιπη Θεσσαλία.

Κοίτα πως ντύνονται μέρα μεσημέρια τα γκαφάλια. Όλα για το φατσιμάρε να πούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μίζερος (λατινικό miser, άθλιος, δυστυχής) έγινε, σαν αγγλικό ουσιαστικό, τσιγκούνης, δίπλα στο επίθετο miserable.

Ο Νικολάκης δεν πληρώνει ούτε στραγάλι. Μιλάμε για μεγάλο ματζίρη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη στην ανωτάτη καγκουρική διάλεκτο η οποία σημαίνει γκαζιά χωρίς να υπάρχει ταχύτητα σε ένα όχημα δηλαδή γκάζι με νεκρά (σε μηχανές πιο πολύ).Συνήθως το ξερόγκαζο είναι επίδειξη δύναμης μεταξύ καγκουρέων η σινιάλο για μπάτσους.

Έλα ρε Γιαννάκη καμιγκάζι ρίξε ενα ξερόγκαζο να δούνε οι ψάρακες οτι ήρθαμε...

λεζάντα video

Βλ. και ξερογκαζιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία